- εξευμενίζομαι
- εξευμενίζομαι, εξευμενίστηκα, εξευμενισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐξευμενίζομαι — ἐξευμενίζω propitiate pres ind mp 1st sg ἐξευμενίζω propitiate pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμενίζομαι — εὐμενίζομαι (Α) (Μ εὐμενίζω) [εὐμενής] 1. εξευμενίζω, εξιλεώνω, καταπραΰνω (α. «εὐμενίζειν βουλόμενος τὸν πατέρα», Στουδ. Θεόδ. β. «θεοὺς καὶ ἥρωας εὐμενίζετο», Ξεν.) 2. παθ. εὐμενίζομαι εξευμενίζομαι … Dictionary of Greek